- πλωάς
- πλωάς, ἡ, u. πλωϊάς, άδος, ἡ, die schwimmende, herumirrende, unstete
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πλωάς — sailing fem nom sg πλωά̱ς , πλωός floating fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωάς — και πλωϊάς, άδος, ἡ, Α 1. αυτή που πλέει, η επιπλέουσα 2. αυτή που ταξιδεύει, η περιπλανώμενη 3. (ως κύριο ὁν.) Πλωάς ή Πλωϊάς ονομασία τού αστερισμού Μεγάλη Άρκτος 4. φρ. α) «πλωϊάδες νεφέλαι» περιφερόμενα σύννεφα β) «πλωάδες νῆσοι» τα νησιά… … Dictionary of Greek
πλωάδας — πλωάς sailing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)